υποσιτίζω

υποσιτίζω
μετ. недокармливать;

υποσιτίζομαι — недоедать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υποσιτίζω" в других словарях:

  • υποσιτίζω — υποσιτίζω, υποσίτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποσιτίζω — Ν [σιτίζω] 1. χορηγώ λιγότερη από την απαιτούμενη τροφή 2. μέσ. υποσιτίζομαι λαμβάνω λιγότερη από την απαιτούμενη για τον οργανισμό μου τροφή …   Dictionary of Greek

  • υποσιτίζω — υποσίτισα, υποσιτίστηκα, υποσιτισμένος, δίνω συστηματικά λιγότερη σε ποσότητα ή ποιότητα τροφή και όχι όση είναι απαραίτητη για την κανονική θρέψη του οργανισμού (αντίθ. υπερσιτίζω): Στην πείνα της Κατοχής υποσιτίστηκε ο ελληνικός λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποσιτισμός — (Ιατρ.). Ο υ. παρατηρείται στα βρέφη, των οποίων η μητέρα ή η τροφός δεν έχει αρκετό γάλα ή έχει γάλα κακής ποιότητας, (χωρίς αρκετό βούτυρο). Τα βρέφη που τρέφονται τεχνητά υποσιτίζονται αν το γάλα είναι φτωχό σε βούτυρο ή όταν οι μερίδες του… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»